Σονέτα

Η Α? Λυκείου, έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με την παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποίηση, ανιχνεύοντας τα χαρακτηριστικά της καθεμιάς μέσω της εξέτασης αντιπροσωπευτικών ποιημάτων διαφόρων ποιητικών ρευμάτων. Αυτήν τη χρονική στιγμή οι μαθητές/-τριες του Α1 προσεγγίζουν την Επτανησιακή σχολή και έρχονται σε επαφή με την τεχνική του σονέτου, όπως τα γνώρισαν μέσα από ποιήματα του Λορέντζου Μαβίλη. Ας πούμε δυο λόγια για το σονέτο:

Καλλιεργείται ιδιαίτερα τον 19ο και τον 20ό αι. και αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες ποιητικές μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Μεγάλη ανθολογία ελληνικού σονέτου του Κ. Μωραΐτη ανθολογούνται 205 Νεοέλληνες ποιητές. Το σονέτο αποτελείται από δεκατέσσερεις εντεκασύλλαβους στίχους· οι οχτώ πρώτοι, χωρισμένοι σε δυο τετράστιχα, συνενώνονται με δυο τετραπλές ομοιοκαταληξίες, και οι έξι τελευταίοι στίχοι λαβαίνουν όλες τις δυνατές διπλές ή τριπλές ομοιοκαταληξίες. Ο στίχος του σονέτου, για να είναι τούτο τέλεια καλλιτεχνικό, δεν πρέπει να έχει κανένα στιχουργικό ψεγάδι· δηλαδή, χασμωδίες, κακοφωνίες, μετατοπίσματα ή κολοβώματα λέξης, σφήνες, φτωχή ομοιοκαταληξία, κακή τοποθέτηση των ρυθμικών τόνων· και γενικά ο στίχος πρέπει να είναι όσο παίρνει τεχνικός και αρμονικός. Ακόμη, αν είναι δυνατό, να μην υπάρχει και διασκέλισμα καθόλου· τουλάχιστο στους πιο πολυσύλλαβους στίχους. Συχνά στο σονέτο γίνεται και διασκέλισμα στροφής. Τέτοιο διασκέλισμα σε σονέτο με πολυσύλλαβους στίχους δεν πρέπει να υπάρχει. Το σωστό είναι με το τέλος κάθε στροφής να τελειώνει κ’ η φράση ή το νόημα, που πρέπει να κλειστεί μέσα σε μια στροφή. Από τους δεκατέσσερεις στίχους του σονέτου ο πιο σημαντικός είναι ο τελευταίος. Υπάρχει στο σονέτο κάποιο στοιχείο που είναι ξεχωριστό: η φύση του τελευταίου στίχου του. Εδώ βρίσκεται το χαρακτηριστικό του είδους. Ο τελευταίος αυτός στίχος δεν είναι όπως του επιγράμματος, όπου συγκεντρώνεται όλος ο στοχασμός για να τελειώσει τούτο, δεν είναι ο στίχος της εξυπνάδας του (mot de la fin), που γι’ αυτόν φτιάχτηκε όλο το ποίημα· απεναντίας, κάθε που οι δεκατρείς πρώτοι στίχοι φτιάχτηκαν  μόνο για να φέρουν το δέκατο τέταρτο, το σονέτο χάνει την πλαστική αξία του. Όμως το νόημα του σονέτου μαζεύεται στον τελευταίο αυτό στίχο, που αυξάνει τη δύναμή του και μακραίνει την αρμονία του. Για τούτο δεν υπάρχει μεγάλο θέμα, που να μη μπορεί να το κρατήσει μέσα στην περιορισμένη, όχι όμως και στενή κορνίζα του, ή όπως είπε κι’ ο Theophile Gautier: «ένα μεγάλο νόημα μπορεί να κινηθεί εύκολα μέσα στους δεκατέσερους αυτούς στίχους, τους καταταγμένους αρμονικά».

Ο Λορέντζος Μαβίλης είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές των γραμμάτων μας και όχι μόνο. Υπήρξε κάποτε αγαπημένος ποιητής πολλών και η σχετική βιβλιογραφία για το έργο του δεν είναι ευκαταφρόνητη. [?] Ολιγογράφος αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής σονέτων, ανήκει στην επτανησιακή παράδοση, όπως διαμορφώνεται από τον Σολωμό και τους επιγόνους του και κυρίως από τον δάσκαλό του και στενό φίλο, τον Πολυλά.

Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους: το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη, το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται. Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το 1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος». Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά [?].

Οι πηγές της έμπνευσης του Μαβίλη είναι η ομορφιά, η γυναίκα, ο έρωτας, η φύση, τα οράματα του νου και της ψυχής, η Ελλάδα, η Κέρκυρα, η φιλία, η αρετή, η πίκρα της ζωής ?αυτή προπάντων?, η μελαγχολία, η απαισιοδοξία, ο μηδενισμός, και ο θάνατος «ο ωραίος». Τα ποιήματά του δηλ. είναι ερωτικά, φιλοσοφικά και «ηθικά», «μυστικά», πικραμένα και απαισιόδοξα, υμνητικά της μικρής και μεγάλης πατρίδας, δοξαστικά της αρετής, και επιμνημόσυνα σε φίλους. Υπάρχει πολλή φυσιολατρία, έξαρση ψυχής, αβρή μελαγχολία και ευγένεια αισθημάτων στην ποίησή του, ενώ δεν υπάρχουν θρησκευτικά βιώματα και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο Μαβίλης είναι ποιητής αβρός, γήινος, αρρενωπός, πολύ πονεμένος και βαθύτατα ανθρώπινος.

Φυσικά τα σονέτα είναι πολύ δύσκολα στη σύνθεση ,όμως οι μαθητές του Α1,έκαναν τη δική τους προσπάθεια(χωρίς φυσικά να μπορούν να ακολουθήσουν όλους τους περιορισμούς ενός άρτιου σονέτου!). Ιδού ένα χαρακτηριστικό δείγμα από τους: Ζαχόπουλο Δημήτρη,Ζαχόπουλο Στέλιο, Ευαγγελούλη Μάνο και Μιχολίτση Βασίλη

Του ήλιου το χρυσάφι, το γαλάζιο τ? ουρανό

‘Ήταν στο πρόσωπό σου, όταν σε είχα πρωτοδεί

κάτι όμορφο ένιωσα στη δική μου την ψυχή,

κι ας προσπάθησα να σε διώξω μακριά από τον νου.

Σ? αγαπούσα τόσο κι ακόμα νιώθω αυτό,

το φτερούγισμα της ψυχής και της καρδιάς μου,

το άναμμα της ισχυρότατης φωτιάς μου,

ομολογώ πως ακόμα σ? αγαπώ.

Ας ένιωθες κι εσύ κάτι για μένα,

να ζούσαμε μαζί, από κοινού,

να ήταν τα σώματά μας ενωμένα

Μα να σε βρω δεν ξέρω πως και που,

πραγματικά παντοτινά  θα σε θυμάμαι,

έτσι κάνουμε όσοι πονάμε.

Υ.Γ: το κουδούνι του διαλείμματος διέκοψε τον ποιητικό οίστρο κι έτσι δε δόθηκε τίτλος στο ποίημα (όταν, λοιπόν, στα επόμενα χρόνια το έργο γίνει πολύ γνωστό να μην αναρωτιούνται οι αναγνώστες ποιο μήνυμα ήθελε να περάσει ο ποιητής κι άφησε τον τίτλο κενό?).